-
1 καθ-έζομαι
καθ-έζομαι (s. ἙΔ), fut. καϑεδοῠμαι, bei D. L. 2, 72 καϑεδήσομαι als v. l., impf. od. aor. καϑεζόμην, bei Hom. u. Tragg. ohne Augm., sonst ἐκαϑεζόμην, sichnieder setz en; ἡ δὲ μάλ' ἄγχ' αὐτοῖο καϑέζετο Il. 24, 126; ἐπὶ ϑρόνου 24, 522; ἐπὶ λίϑοισιν Od. 3, 406; sich zu einer Sitzung niederlassen, eine Sitzung halten, ἀγορήνδε καϑεζώμεσϑα κιόντες πάντες 1, 372; πὰρ Διΐ Hes. O. 257; dasitzen, mit dem Nebenbegriff der Ruhe, Od. 10, 378, vgl. 375; verweilen, zögern, zaudern, 6, 295; ἐς ϑρόνον καϑέζετο Aesch. Prom. 229; Soph. O. C. 1593; ἐπὶ ζυγοῖς καϑέζετ' ἀρχῆς Eur. Phoen. 75; ἱκέται καϑεζόμεσϑα βώμιοι Bacch. 33; πρὸς τὰ ἱερὰ ἱκετῶν καϑεζομένων Thuc. 3, 70; sich lagern, 2, 18. 19; ἐκαϑέζετο παρὰ τοὺς πόδας μου Plat. Prot. 310 c; ἵνα παρ' αὐτῷ καϑέζοιτο Charm. 155 a; καϑεδεῖται Theaet. 146 a, wie Ar. Ach. 841; sich aufhalten, Aesch. 1, 120. – Einen aor. pass. καϑεσϑείς hat Agath. 53 (IX, 644), ἐκαϑέσϑη Long. 3, 5, Paus. 9, 3, 11 u. a. Sp., den aber Luc. soloecist. 11 verwirft; vgl. Phryn. p. 269. – Das praes. καϑέζομαι steht Lys. 13, 37 Plat. Ax. 371 c Ath. I, 17 f Paus. 10, 5, 2. – Vgl. καϑεῖσα, κάϑημαι und καϑίζω.
-
2 ΔΕ'Μω
ΔΕ'Μω, bauen; vielleicht verwandt δέω »binden« und δαμάω »bändigen«, Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 57. 200. – Mehrmals bei Homer: imperfect. act., Odyss. 23, 192 τῷ δ' ἐγὼ ἀμφιβαλὼν ϑάλαμον δέμον, ὄφρ' ἐτέλεσσα, πυκνῇσιν λιϑάδεσσι; aorist. 1. act., Iliad. 21, 446 Τρώεσσι πόλιν πέρι τεῖχος ἔδειμα, 9. 349 τεἱχος ἔδειμε, 14, 32 τεῖχος ἐπὶ πρύμνῃσιν ἔδειμαν, 7, 436 ποτὶ δ' αὐτὸν τεῖχος ἔδειμαν πύργους ϑ' ὑψηλούς, 7, 337 ποτὶ δ' αὐτὸν δείμομεν ὦκα πύργους ὑψηλούς, Conjunctiv, homerisch verkürzt, »laßt uns bauen«; perfect. pass., Iliad. 6, 245. 249 ϑάλαμοι ξεστοῖο λίϑοιο, πλησίοι ἀλλήλων δεδμημένοι; plusquamperf. pass., Iliad. 13, 683 ὕπερϑεν τεῖχος ἐδέδμητο χϑαμαλώτατον, Odyss. 9, 185 περὶ δ' αὐλὴ | ὑψηλὴ δέδμητο κατωρυχέεσσι λίϑοισιν μακρῇσίν τε πίτυσσιν ίδὲ δρυσὶν ὑψικόμοισιν, Odyss. 14, 6 ἔνϑα οἱ αὐλὴ | ὑψηλὴ δέδμητο, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ, Odyss. 1, 426 ὅϑι οἱ ϑάλαμος περικαλλέος αὐλῆς | ὑψηλὸς δέδμητο, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ; aorist. 1. medii, Odyss. 6, 9 ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει, καὶ ἐδείματο οἴκους, καὶ νηοὺς ποίησε ϑεῶν, καὶ ἐδάσσατ' ἀρούρας, medium Homerisch in der Bdtg des activi; Odyss. 14, 8 αὐλή –· ἥν ῥα συβώτης αὐτὸς δείμαϑ' ὕεσσιν ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης καὶ Λαέρταο γέροντος, ῥυτοῖσιν λάεσσι, Scholl. Didym. Ζηνόδοτος δείματο οἶος. – Folgende: Praesens activ. h. Hom. Mercur. 87. 188; partic. aorist. δείμας Eur. Rhes. 232; perf. pass. δέδμανϑ' Theocr. 15, 120, δέδμηνται 25, 24; Her. 9, 10; ὁδόν, einen Weg anlegen, 2, 124. 7, 200. – Med., ἄστη, τέμενος, Plat. Ax. 367 c 370 b; D. Hal. 1, 55; Plut. Num. 14; Luc.
См. также в других словарях:
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek